Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

) αποκρίνομαι 2) (

  • 1 ответить

    ответить 1) απαντώ, αποκρίνομαι· \ответить на вопрос απαντώ στην ερώτηση 2) (нести ответственность) ευθύνομαι, δίνω λόγο
    * * *
    1) απαντώ, αποκρίνομαι

    отве́тить на вопро́с — απαντώ στην ερώτηση

    2) ( нести ответственность) ευθύνομαι, δίνω λόγο

    Русско-греческий словарь > ответить

  • 2 откликаться

    откликаться, откликнуться αποκρίνομαι, απαντώ
    * * *
    = откликнуться
    αποκρίνομαι, απαντώ

    Русско-греческий словарь > откликаться

  • 3 отозвать

    отозвать 1) (в сторону ) καλώ (или παίρνω) παράμερα 2) (посла) ανακαλώ \отозваться 1) (ответить ) αποκρίνομαι 2) (дать отзыв ) εκφέρω γνώμη
    * * *
    1) ( в сторону) καλώ ( или παίρνω) παράμερα
    2) ( посла) ανακαλώ

    Русско-греческий словарь > отозвать

  • 4 отозваться

    1) ( ответить) αποκρίνομαι
    2) ( дать отзыв) εκφέρω γνώμη

    Русско-греческий словарь > отозваться

  • 5 отвечать

    отвечать
    несов
    1. ἀπαντῶ, ἀποκρίνομαι / ἀνταπαντώ (возражать):
    \отвечать урок λέω τό μάθημα· \отвечать у́стио (письменно) ἀπαντώ προφορικά (γραπτά)· \отвечать на вопрос ἀπαντῶ σέ ἐρώτηση· \отвечать на чу́в-ство ἀνταποκρίνομαι στό αίσθημα· \отвечать тем же ἀνταποδίδω τά ίδια (τά ἰσα), πληρώνω μέ τό ίδιο νόμισμα·
    2. (нести ответственность за что-л.) φέρνω εὐθύνη, δίνω λόγο, εὐθύνομαι:
    он мне ответит за это αὐτός θά μοῦ τό πληρώσει· \отвечать головой за что-л. εὐθύνομαι μέ τό κεφάλι μου· \отвечать за последствия δίνω λόγον (или εἶμαι ὑπεύθυνος) διά τά ἐπακόλουθα, εὐθύνομαι γιά τίς συνέπειες· \отвечать за κο-ιχ3-л. εὐθύνομαι γιά κάποιον
    3. (соответствовать) ἀνταποκρίνομαι:
    \отвечать требованиям ίκανοποιῶ τίς ἀπαιτήσεις, ἀνταποκρίνομαι στίς ἀπαιτήσεις.

    Русско-новогреческий словарь > отвечать

  • 6 отзываться

    отзываться
    несов
    1. (откликаться) ἀπαντώ, ἀποκρίνομαι:
    никто не \отзыватьсяа́ется κανένας δέν ἀποκρίνεται, κανείς δέν ἀπαντα· \отзываться на чьи-л. нужды βοηθῶ κάποιον
    2. (о ком-л.) λέω τή γνώμη μου, ἀποφαίνομαι γιά κάτι:
    хорошо \отзываться о ком-либо ἐκφέρω (или λεγω) καλή γνώμη γιά κάποιον
    3. (влиять):
    \отзываться на ком-л. ἐπιδρῶ σέ...· \отзываться на чем-л. ἐπενεργώ ἐπι...

    Русско-новогреческий словарь > отзываться

  • 7 откликаться

    откликаться
    несов, откликнуться сов прям., перен ἀπαντώ, ἀποκρίνομαι; \откликаться на события ἐκφέρω γνώμη γιά τά γεγονότα

    Русско-новогреческий словарь > откликаться

  • 8 ответить

    -чу, -тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. απαντώ, δίνω απάντηση•

    ответить на вопрос απαντώ στο ερώτημα•

    ответить отказом απαντώ αρνητικά.

    || λέγω, διηγούμαι,• ответить урок λέγω το μάθημα.
    2. αποκρίνομαι, απολογούμαι/• αντικρένω. || (με διάφορες σημ.) απαντώ•

    ответить презрением на сплетню απαντώ περιφρονητικά στο κουτσομπολιό•

    ответить длинной речью απαντώ με μακρυγορία•

    на наш обстрел противник -ил пулемтным огнм στους πυροβολισμούς μας ο εχθρός απάντησε με πυρά πολυβόλων.

    || ανταποκρίνομαι, αποδίδω τα ίσια. || ανταποδίδω.
    3. ευθύνομαι, φέρω ευθύνη δίνω λόγο, λογοδοτώ•

    ты за это мне -ишь αυτό (που έκανες), θα μου το πλήρωσεις.

    Большой русско-греческий словарь > ответить

  • 9 ответствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ.κ.σ. παλ.
    1. απαντώ αποκρίνομαι.
    2. ευθύνομαι, έχω (φέρω) ευθύνη.

    Большой русско-греческий словарь > ответствовать

  • 10 откликнуться

    -нусь, -нешься
    ρ.σ.
    1. απαντώ, αποκρίνομαι.
    2. μτφ. εκφέρω γνώμη.
    3. μτφ. ανταποκρίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > откликнуться

  • 11 отозвать

    отзову, отзовшь, παρλθ. χρ. отозвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отозванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καλώ, φωνάζω κάποιον να απομακρυνθεί, να αναμερίσει ή να έρθει σε μένα.
    2. ανακαλώ•

    отозвать посла ανακαλώ τον πρεσβευτή.

    1. αποκρίνομαι, απαντώ•

    никто не -лся κανένας δεν αποκρίθηκε.

    2. ανταποκρίνομαι•

    отозвать на чувство ανταποκρίνομαι στο αίσθημα.

    || συμπαθώ, συμπονώ βοηθώ συμμετέχω.
    3. προκαλώ, διεγείρω ξυπνώ. || προκαλούμαι εμφανίζομαι.
    4. βρίσκω απήχηση• έχω αντίκτυπο ή συνέπειες• επιδρώ.
    5. εκφέρω, λέγω γνώμη (για κάποιον).

    Большой русско-греческий словарь > отозвать

См. также в других словарях:

  • αποκρίνομαι — αποκρίνομαι, αποκρίθηκα βλ. πίν. 2 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποκρίνομαι — (AM ἀποκρίνομαι, Α κ. ἀποκρίνω) ( ομαι) 1. απαντώ, δίνω απάντηση 2. απολογούμαι (σε δικαστήριο) μσν. νεοελλ. ευθύνομαι, είμαι υπεύθυνος νεοελλ. 1. απαντώ με αυθάδεια 2. ανταποκρίνομαι, αντιστοιχώ μσν. 1. απευθύνω τον λόγο (χωρίς να προηγηθεί… …   Dictionary of Greek

  • αποκρίνομαι — ίθηκα, απαντώ σε ερώτημα: Του αποκρίθηκα πως δεν ξέρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποκρίνομαι — ἀποκρί̱νομαι , ἀποκρίνω set apart aor subj mid 1st sg (epic) ἀποκρί̱νομαι , ἀποκρίνω set apart pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιφωνώ — (AM ἀντιφωνῶ, έω) απαντώ σε προσφώνηση μσν. νεοελλ. ψάλλω τα αντίφωνα αρχ. 1. απαντώ, αποκρίνομαι 2. αποκρίνομαι μεγαλόφωνα 3. (για λύρα) απαντώ, ηχώ με ερωτικές μελωδίες 4. αποκρίνομαι με επιστολή 5. βρίσκομαι σε διαφωνία, σε ασυμφωνία με… …   Dictionary of Greek

  • προσαμείβομαι — Α απαντώ, αποκρίνομαι σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀμείβομαι «απαντώ, αποκρίνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συναποκρίνομαι — Α [ἀποκρίνομαι] 1. εκκρίνομαι και αποβάλλομαι μαζί με κάτι άλλο («συναποκρινομένων τῶν τοιούτων... ἐν τῷ σπέρματι», Αριστοτ.) 2. αποκρίνομαι, απαντώ μαζί με κάποιον ή αμέσως …   Dictionary of Greek

  • υπεραποκρίνομαι — Α αποκρίνομαι υποστηρίζοντας κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀποκρίνομαι «απαντώ, υπερασπίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՏԱՍԽԱՆԻ — (նւոյ, նեաց.) NBH 2 0605 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 9c, 10c, 13c գ. ἁπόκρισις responsio, responsum. Բան ʼի լուծումն հարցուածոյ. փոխադարձ ասացուած. զրոյց. պատասխան. ճէվապ, բասուխ. *Պատասխանի ողոք դարձուցանէ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) …   Dictionary of Greek

  • αντάδω — ἀντᾴδω (Α) 1. αποκρίνομαι στο άσμα κάποιου με άσμα 2. απαντώ σε κάποιον που με φωνάζει 3. βάζω τις φωνές σε κάποιον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»